- ὠταλγίᾳ
- ὠταλγίᾱͅ , ὠταλγίαear-achefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠταλγία — ὠταλγίᾱ , ὠταλγία ear ache fem nom/voc/acc dual ὠταλγίᾱ , ὠταλγία ear ache fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὠταλγίᾱ , ὠταλγιάω imperf ind act 3rd sg ὠταλγίᾱ , ὠταλγιάω pres imperat act 2nd sg ὠταλγίᾱ , ὠταλγιάω imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωταλγία — η / ὠταλγία, ΝΑ [ὠταλγῶ] πόνος τού αφτιού … Dictionary of Greek
ωταλγία — η πόνος του αυτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠταλγίαν — ὠταλγίᾱν , ὠταλγία ear ache fem acc sg (attic doric aeolic) ὠταλγίᾱν , ὠταλγιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὠταλγίᾱν , ὠταλγιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὠταλγίᾱν , ὠταλγιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὠταλγίᾱν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠταλγίας — ὠταλγίᾱς , ὠταλγία ear ache fem acc pl ὠταλγίᾱς , ὠταλγία ear ache fem gen sg (attic doric aeolic) ὠταλγίᾱς , ὠταλγιάω imperf ind act 2nd sg ὠταλγίᾱς , ὠταλγιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠταλγιῶν — ὠταλγία ear ache fem gen pl ὠταλγιάω pres part act masc voc sg ὠταλγιάω pres part act neut nom/voc/acc sg ὠταλγιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠταλγίαις — ὠταλγία ear ache fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωταλγικός — ή, ό / ὠταλγικός, ή, όν, ΝΑ [ὠταλγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωταλγία … Dictionary of Greek
otalgia — (Del gr. us, otos, oreja + algos, dolor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Dolor de oídos. * * * otalgia (del gr. «ōtalgía») f. Med. *Dolor de *oído. * * * otalgia. (Del gr. ὠταλγία). f. Med. Dolor de oídos. * * * ► … Enciclopedia Universal
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek